κακάβι

κακάβι
το
1. χύτρα, λεβέτι, καζάνι.
2. ονομασία της πέρδικας (εξαιτίας των φθόγγων του κελαηδήματός της).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακάβι — το βλ. κακκάβι …   Dictionary of Greek

  • κακαβιά — η 1. όσο μπορεί να χωρέσει το κακάβι (βλ. λ.), η καζανιά. 2. ψαρόσουπα από πολλά μικρά ψάρια, που τη φτιάχνουν κυρίως οι ψαράδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”